- νάνος
- Μυθολογικό ον. Είναι γνωστό στη μυθολογία λαών της Ευρώπης ως oν πολύ μικρού αναστήματος, ηλικιωμένο και με γενειάδα, δύσμορφο, με χοντρό κεφάλι και μεγάλο στόμα, πόδια δυσανάλογα και στραβά.
* * *και νάννος, ο (Α νᾱνος)άνθρωπος εξαιρετικά μικρόσωμοςνεοελλ.1. ως επίθ. νάνος, -οα) (βιολ. -ιατρ.) ενήλικο άτομο ή φυτό που χαρακτηρίζεται από νανισμόβ) ονομασία διαφόρων γαλαξιών ή αστέρων μικρής σχετικά λαμπρότητας2. μυθ. ον που ζούσε σε παραμυθένιους τόπους, βαθιά στα δάση ή στα βουνά («η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι»)3. μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ανίκανος, τιποτένιοςαρχ.1. αυτός που τα μέλη τού σώματός του είναι εξαιρετικά μικρά σε σχέση με τον κορμό2. είδος πίτας από τυρί και λάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η παραγωγή του < *νεᾱνός (< νέος, πρβλ. νεάν, γεν. νεάνος, νεανίας), με συναίρεση και μετάθεση τού τόνου, δεν θεωρείται ικανοποιητική από φωνητική άποψη. Ο παράλλ. τ. νάννος προέκυψε με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, πιθ. για λόγους υποκορισμού.ΠΑΡ. νανώδηςαρχ.νανίον, νανούδιοννεοελλ.νανισμός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νανοφυήςνεοελλ.νανοαπολίθωμα, νανοκέφαλος, νανοκορμία, νανομελής, νανοπλαγκτόν, νανόσωμος].
Dictionary of Greek. 2013.